- προσκέλλω
- Α(σχετικά με πλοίο) ωθώ, φέρνω στην ξηρά, προσορμίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + κέλλω «ωθώ προς τα μπροστά, οδηγώ πλοίο στην ακτή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
приваляюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (προσκέλλω) натыкаюсь, набегаю. Прол. сент. 16 … Словарь церковнославянского языка
κέλλω — και ὀκέλλω (Α) 1. προχωρώ, ξεκινώ, κινώ προς τα εμπρός 2. οδηγώ πλοίο στην ξηρά 3. κάνω να εξαχθεί κάτι στην ξηρά, αποβιβάζω 4. (αμτβ.) (για πλοίο ή ναύτες) έρχομαι στην ακτή ή στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, αράζω 5. κινώ 6. τρέχω… … Dictionary of Greek